- ξεπεζεύω
- κατεβαίνω από το άλογο, αφιππεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + πεζεύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεπεζεύω — ξεπεζεύω, ξεπέζεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεπεζεύω — ξεπέζεψα, κατεβαίνω από το ζώο, αφιππεύω: Πέντε καβαλάρηδες ξεπέζεψαν στην πλατεία του χωριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποκαταβαίνω — ἀποκαταβαίνω (Α) ξεπεζεύω … Dictionary of Greek
αφιππεύω — (AM ἀφιππεύω) μσν. νεοελλ. κατεβαίνω από το άλογο, ξεπεζεύω αρχ. 1. φεύγω έφιππος 2. γυρίζω πίσω έφιππος … Dictionary of Greek
καταπεζεύω — (AM) μσν. κατεβαίνω από το άλογο, ξεπεζεύω («τὸ καταπεζεῡσαι ἐξ ἵππων καὶ ἀντὶ ἱππότου γενέσθαι πεζόν», Ευστάθ.) αρχ. οδοιπορώ πεζός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πεζεύω «περπατώ, ταξιδεύω με τα πόδια»] … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεκαβαλικεύω — (Μ ξεκαβαλικεύω) κατεβαίνω από άλογο, αφιππεύω, ξεπεζεύω μσν. βοηθώ κάποιον να κατεβεί από το άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + καβαλικεύω] … Dictionary of Greek
ξεπέζεμα — το [ξεπεζεύω] η κάθοδος τού ιππέα από τον ίππο, η αφίππευση … Dictionary of Greek